Ἡ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Μόνικα Ἀνδριανοπούλου

Τά τελευταῖα χρόνια, ὅταν φτάνει ἡ περίοδος πού πλησιάζουν τά Χριστούγεννα, ἡ ὑλική λάμψη πού τά συνοδεύει μου φαίνεται ὅλο καί περισσότερο σάν κάτι τό ἀδιάφορο. Προφανῶς ποτέ δέν ἦταν κάτι οὐσιαστικό ἡ λάμψη αὐτή. Τά φωτάκια, τά καταστήματα, οἱ μουσικές καί ἡ ἀτμόσφαιρα πού οἱ ἄνθρωποι προσπαθοῦν νά δημιουργήσουν, ἡ ἀναμονή γιά τό πῶς ‘πρέπει’ νά εἶναι οἱ μέρες αὐτές, πάλι κοσμικά μιλώντας: νά ἔχει κανείς παρέα συγγενῶν ἤ φίλων, νά περάσει ὄμορφα, νά νιώσει κάτι ξεχωριστό σέ σχέση μέ τίς ἄλλες μέρες, μέ τήν καθημερινότητά του.

Δέν εἶναι ἀπαραίτητα κακά ὅλα αὐτά, ἡ ἀνθρώπινη αὐτή πλευρά πού θέλει νά κάνει τίς μέρες τῶν γιορτῶν κάτι ξεχωριστό ἔστω μέ αὐτούς τούς γήινους τρόπους. Γιά κάποιον λόγο ὅμως, κάθε χρόνο πού περνᾶ νιώθω ὅλο καί πιό ἐπίπεδά τα πράγματα. Τά φετινά φωτάκια στά μπαλκόνια εἶναι ἴδια μέ τά περσινά (ἄν καί, μέ τήν τρέχουσα ‘κρίση’, σίγουρα ὄχι ἴδια). Οἱ μουσικές καί τά καταστήματα καί ὁ κόσμος στό κέντρο, εἶναι σάν … ἐπανάληψη τῆς περσινῆς χρονιᾶς. Καμιά χαρά δέ μπορεῖ νά πηγάσει ἀπ’ αὐτά, ἀρχίζει νά μοιάζει λές καί κάποιος μᾶς κοροϊδεύει, σά νά εἴμαστε μικρά χαζά παιδιά πού μᾶς ξεγελᾶνε κάθε φορᾶ μέ τό ἴδιο γλειφιτζούρι, μέ τό ἴδιο πλαστικό παιχνίδι. Ἤ ξεγελᾶμε τόν ἑαυτό μας. Ὅλα αὐτά εἶναι ἕνα τίποτα. Ἕνα θέατρο.

Τελικά ἄν δέ στοχεύσει τουλάχιστον κανείς στό νά ἐπικεντρωθεῖ στό καθεαυτό γεγονός τῶν Χριστουγέννων, μοῦ φαίνεται ἀναπόφευκτό το νά μελαγχολήσει τίς μέρες αὐτές. Μοῦ φαίνεται πώς τό παράδοξο θά ἦταν νά μήν μελαγχολήσει κανείς, – πέρα ἀπ’τά παιδιά πού διατηροῦν τήν τέχνη τῆς ‘χαρᾶς τῆς ζωῆς’. Ὑπάρχει ἕνα ὡραῖο βιβλιαράκι τοῦ π. Σταύρου Κοφινά πού λέγεται ‘Χριστουγεννιάτικη Θλίψη’ καί τά ἐξηγεῖ ὄλ’ αὐτά καλύτερα. Ἀναφέρει μεταξύ ἄλλων ἕνα κείμενο τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου πού λέει ὅτι ἐκεῖνος πού γιορτάζει θεάρεστα δέ μένει στά ἐξωτερικά στοιχεῖα τῆς γιορτῆς, ‘δέν βλέπει εἰς τά φῶτα, οὔτε εἰς τό πλῆθος τοῦ λαοῦ, οὔτε εἰς τήν σύναξιν τῶν φίλων, ἀλλά ἐννοεῖ πάντοτε ἐκεῖνο ὁπού μετ’ὀλίγον ἔχει νά γένη. Ἤγουν ὅτι θέλει σβησθοῦν τά φῶτα, καί θέλει ὑπάγει ὁ κάθε ἕνας εἰς τά σπίτια τους, καί αὐτός μόνος θέλει μείνει εἰς τό σκοτάδι’. Ἐξηγεῖ πώς ὁ ἀνθρώπινος πόνος καί ἡ ὑπαρξιακή μοναξιά μας, πού μπορεῖ νά αἰσθάνεται ὄχι μόνο ὁ ‘κοσμικός’, ἀλλά καί ὁ ‘θρησκευόμενος’ ἄνθρωπος, δέν εἶναι κάτι πού πρέπει νά καμουφλάρουμε ὅπως-ὅπως πάση θυσία, ἰδιαίτερα στίς γιορτινές μέρες, ἀλλά κάτι πού πρέπει νά ἀποδεχτοῦμε, νά ἀγκαλιάσουμε καί νά καταλάβουμε, γιά νά βροῦμε τήν ἀληθινή θεραπεία τους, πού ἔχει νά κάνει μέ τή σχέση μας μέ τόν Θεό.

Μᾶλλον δέν εἶναι μικρή ὑπόθεση, τό νά μή νικηθοῦμε ἀπό τήν ἐπανάληψη, τή συνήθεια καί τήν εὐχάριστη ἀτμόσφαιρα πού ὑπάρχει ἤ ἐπιδιώκεται στήν ἐπιφάνεια, καί τό νά μπορέσουμε νά ἀνακαλύψουμε ἐκ νέου κάθε χρόνο τό τί γιορτάζουμε. Ἐξάλλου, τά Χριστούγεννα δέν εἶναι ὑπόθεση μόνο αὐτῆς τῆς μίας φορᾶς τό χρόνο πού ἔχουμε αὐτό τό δῶρο, τήν εὐκαιρία νά ἐντρυφήσουμε μέσα στήν Ἐκκλησία ἀποκλειστικά στό γεγονός τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ. Τό ἴδιο αὐτό γεγονός γιορτάζεται σέ κάθε θεία Λειτουργία, τό ἴδιο γεγονός μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία ὅτι πρέπει νά βιώνουμε ἀνά πάσα στιγμή, τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα μας, καί τή σημασία τοῦ ἐρχομοῦ Του γιά ‘μᾶς προσωπικά.